Greek Meaning of veto
βέτο
Other Greek words related to βέτο
- απαγόρευση
- Απαγόρευση
- διάταγμα
- Εμπάργκο
- Απαγόρευση
- απαγορεύω
- ένσταση
- περιορισμός
- προειδοποίηση
- Εντολή
- περιορισμός
- διάταγμα
- άρνηση
- αποτρεπτικός
- Αποθάρρυνση
- Αναστολή
- απαγόρευση
- περιορισμός
- εντολή
- άρνηση
- πρόληψη
- απαγόρευση
- διαμαρτυρία
- άρνηση
- απόρριψη
- καταστολή
- συγκράτηση
- καταστολή
- Ταμπού
- Ταμπού
- όχι-όχι
- επίδομα
- επιτρέποντας
- Έγκριση
- εξουσιοδότηση
- κάθαρση
- συγκατάθεση
- Επικύρωση
- παραχώρηση
- αφήνω
- αφήνοντας
- άδεια
- άδεια
- αδειοδότηση
- Άδεια
- επιτρέποντας
- συνταγή
- κυρώσεις
- υποστήριξη
- ανεκτικότητα
- ανοχή
- συμφωνία
- Εγκριση
- ευλογία
- συμμόρφωση
- Ενεργοποίηση
- Ενθάρρυνση
- διευκόλυνση
- εγκριση
- εντάξει
- εντάξει
- προαγωγή
- επιβάλλων κυρώσεις
- υποβολή
- δυστυχία
- προσχώρηση
- αποδοχή
- συγκατάθεση
- Αυθέντευση
- υπακοή
- Χορήγηση άδειας
Nearest Words of veto
- vetluga river => Ποταμός Βετλούγκα
- vetiver => βετιβέρ
- veterinary surgeon => Κτηνίατρος
- veterinary school => Κτηνιατρική σχολή
- veterinary medicine => Κτηνιατρική
- veterinary => κτηνιατρικός
- veterinarian => κτηνίατρος
- veterans of foreign wars => Βετεράνοι ξένων πολέμων
- veterans' day => Ημέρα των ενόπλων δυνάμεων
- veterans day => Ημέρα των Παλαιμάχων
Definitions and Meaning of veto in English
veto (n)
a vote that blocks a decision
the power or right to prohibit or reject a proposed or intended act (especially the power of a chief executive to reject a bill passed by the legislature)
veto (v)
vote against; refuse to endorse; refuse to assent
command against
veto (n.)
An authoritative prohibition or negative; a forbidding; an interdiction.
The exercise of such authority; an act of prohibition or prevention; as, a veto is probable if the bill passes.
A document or message communicating the reasons of the executive for not officially approving a proposed law; -- called also veto message.
A power or right possessed by one department of government to forbid or prohibit the carrying out of projects attempted by another department; especially, in a constitutional government, a power vested in the chief executive to prevent the enactment of measures passed by the legislature. Such a power may be absolute, as in the case of the Tribunes of the People in ancient Rome, or limited, as in the case of the President of the United States. Called also the veto power.
veto (v. t.)
To prohibit; to negative; also, to refuse assent to, as a legislative bill, and thus prevent its enactment; as, to veto an appropriation bill.
FAQs About the word veto
βέτο
a vote that blocks a decision, the power or right to prohibit or reject a proposed or intended act (especially the power of a chief executive to reject a bill p
απαγόρευση,Απαγόρευση,διάταγμα,Εμπάργκο,Απαγόρευση,απαγορεύω,ένσταση,περιορισμός,προειδοποίηση,Εντολή
επίδομα,επιτρέποντας,Έγκριση,εξουσιοδότηση,κάθαρση,συγκατάθεση,Επικύρωση,παραχώρηση,αφήνω,αφήνοντας
vetluga river => Ποταμός Βετλούγκα, vetiver => βετιβέρ, veterinary surgeon => Κτηνίατρος, veterinary school => Κτηνιατρική σχολή, veterinary medicine => Κτηνιατρική,