Greek Meaning of permitting

επιτρέποντας

Other Greek words related to επιτρέποντας

Definitions and Meaning of permitting in English

Webster

permitting (p. pr. & vb. n.)

of Permit

FAQs About the word permitting

επιτρέποντας

of Permit

επιτρέποντας,κάθαρση,συγκατάθεση,παραχώρηση,αφήνοντας,άδεια,αδειοδότηση,Άδεια,κυρώσεις,επίδομα

απαγόρευση,Εμπάργκο,απαγόρευση,Απαγόρευση,βέτο,περιορισμός,Αναστολή,απαγορεύω,περιορισμός,απαγόρευση

permitter => επιτρέπων, permittee => κάτοχος άδειας, permitted => επιτρεπτός, permittance => διηλεκτρική σταθερά, permit => άδεια,