FAQs About the word permittance

διηλεκτρική σταθερά

The act of permitting; allowance; permission; leave.

No synonyms found.

No antonyms found.

permit => άδεια, permistion => άδεια, permissiveness => επιτρεπτικότητα, permissively => ανεκτικά, permissive waste => επιτρεπτά απόβλητα,