Greek Meaning of permissibility
επιτρεπτότητα
Other Greek words related to επιτρεπτότητα
Nearest Words of permissibility
Definitions and Meaning of permissibility in English
permissibility (n)
admissibility as a consequence of being permitted
permissibility (n.)
The quality of being permissible; permissibleness; allowableness.
FAQs About the word permissibility
επιτρεπτότητα
admissibility as a consequence of being permittedThe quality of being permissible; permissibleness; allowableness.
Νομιμότητα,νομικότητα,νομιμότητα,επιτρεπτότητα,δικαιωματικότητα,ορθότητα
παράνομη,νόθος,Ανηθικότητα,παρανομία,αδικία,Κακία,εγκληματικότητα,αδικία,αμαρτωλότητα,Αντισυνταγματικότητα
permiss => άδεια, permiscible => επιτρεπτό, permic => Περμικά, permians => Πέρμια, permian period => Πέρμια περίοδος,