Greek Meaning of permeative
διαπεραστικός
Other Greek words related to διαπεραστικός
Nearest Words of permeative
Definitions and Meaning of permeative in English
permeative (s)
spreading or spread throughout
FAQs About the word permeative
διαπεραστικός
spreading or spread throughout
διαπερνώ,πλημμυρίζω,πλημμύρα,διεισδύω αμοιβαία,περάσει (σε),Εμποτίζω (σε),κορεσμός,Μέσα από,γεμίζω,εμπνέω
No antonyms found.
permeation => διείσδυση, permeating => διεισδυτικός, permeant => διαπερατός, permeance => Διαπερατότητα, permeably => διαπερατά,