Greek Meaning of permeance
Διαπερατότητα
Other Greek words related to Διαπερατότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of permeance
- permeably => διαπερατά
- permeableness => διαπερατότητα
- permeable => Διαπερατό
- permeability => διαπερατότητα
- permansion => Μέγαρο
- permanganic acid => υπερμαγγανικό οξύ
- permanganic => υπερμαγγανικού
- permanganate of potash => Περμαγγανικό κάλιο
- permanganate => Περμαγγανικό άλας
- permanent-press => μόνιμα σιδερωμένο
Definitions and Meaning of permeance in English
permeance (n.)
Permeation;
the reciprocal of reluctance.
FAQs About the word permeance
Διαπερατότητα
Permeation;, the reciprocal of reluctance.
No synonyms found.
No antonyms found.
permeably => διαπερατά, permeableness => διαπερατότητα, permeable => Διαπερατό, permeability => διαπερατότητα, permansion => Μέγαρο,