Greek Meaning of permissive
επιτρεπτικό
Other Greek words related to επιτρεπτικό
- Προσβάσιμο
- ευέλικτος
- ανεπίσημος
- χαλαρός
- επιεικής
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- Φιλικός
- προσιτός
- αέρας
- ανέμελος
- ανεπίσημος
- Άφοβος
- εύκολος
- γνώριμος
- ανέμελος
- άνετος
- αδιάφορος
- χαλαρός
- Χαμηλή πίεση
- γλυκός
- αδιάφορος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- μαλακός
- ανεπηρέαστος
- Ανεπηρέαστος
- ατάραχος
- ανήσυχος
- ζεστός
- φιλικός
- φιλικός
- συντροφικός
- φιλικός
- απελευθερώνω
- λαμπρός
- χαίρετε πάντες
- γενναιόδωρος
- οικείος
- ατάραχος
- φιλικός
- αναίσθητος
- ατάραχος
- ακλόνητος
- ανέμελος
- Θερμόκαρδος
- ανέμελος
Nearest Words of permissive
Definitions and Meaning of permissive in English
permissive (a)
not preventive
granting or inclined or able to grant permission; not strict in discipline
permissive (a.)
Permitting; granting leave or liberty.
Permitted; tolerated; suffered.
FAQs About the word permissive
επιτρεπτικό
not preventive, granting or inclined or able to grant permission; not strict in disciplinePermitting; granting leave or liberty., Permitted; tolerated; suffered
Προσβάσιμο,ευέλικτος,ανεπίσημος,χαλαρός,επιεικής,εύκαμπτος, εύπλαστος,Φιλικός,προσιτός,αέρας,ανέμελος
ανήσυχος,ευπρεπής,επίσημος,άκαμπτος,αυστηρός,ενοχλημένο,Τελετουργικός,στεναχωρημένος,αγχωμένος,τεταμένος
permission => Άδεια, permissibly => επιτρεπτά, permissible => επιτρεπτός, permissibility => επιτρεπτότητα, permiss => άδεια,