Greek Meaning of permissive

επιτρεπτικό

Other Greek words related to επιτρεπτικό

Definitions and Meaning of permissive in English

Wordnet

permissive (a)

not preventive

granting or inclined or able to grant permission; not strict in discipline

Webster

permissive (a.)

Permitting; granting leave or liberty.

Permitted; tolerated; suffered.

FAQs About the word permissive

επιτρεπτικό

not preventive, granting or inclined or able to grant permission; not strict in disciplinePermitting; granting leave or liberty., Permitted; tolerated; suffered

Προσβάσιμο,ευέλικτος,ανεπίσημος,χαλαρός,επιεικής,εύκαμπτος, εύπλαστος,Φιλικός,προσιτός,αέρας,ανέμελος

ανήσυχος,ευπρεπής,επίσημος,άκαμπτος,αυστηρός,ενοχλημένο,Τελετουργικός,στεναχωρημένος,αγχωμένος,τεταμένος

permission => Άδεια, permissibly => επιτρεπτά, permissible => επιτρεπτός, permissibility => επιτρεπτότητα, permiss => άδεια,