Greek Meaning of unshakable
ακλόνητος
Other Greek words related to ακλόνητος
Nearest Words of unshakable
Definitions and Meaning of unshakable in English
unshakable (s)
marked by firm determination or resolution; not shakable
without flaws or loopholes
unshakable (a.)
Not capable of being shaken; firm; fixed.
FAQs About the word unshakable
ακλόνητος
marked by firm determination or resolution; not shakable, without flaws or loopholesNot capable of being shaken; firm; fixed.
Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,κουλ,ατάραχος,αναίσθητος,αδιάφορος,Γαλήνιος,ατάραχος,ακλόνητος
ανήσυχος,αγχωμένος,πανικόβλητος,Αναστατωσιμος,τρεμάμενος,τρεμάμενος,τρεμάμενος,ανήσυχος,ανήσυχος,διστακτικός
unshadowed => άνευ σκιάς, unshaded => ασκίαστος, unshackled => Απελευθερωμένος, unshackle => αποδέσμευση, ελευθερία, unsexual => ασεξουαλικός,