Greek Meaning of hung up
κράτησε
Other Greek words related to κράτησε
Nearest Words of hung up
- hung up (on) => να είσαι εμμονικός με (κάτι)
- hunger (for) => πείνα για
- hungered (for) => πεινασμένος (για)
- hungering (for) => Πεινασμένος (για)
- hungers (for) => επιθυμεί
- hunker (down) => σκύβω
- hunkered (down) => καμπούρης (κάτω)
- hunkering (down) => Καθισμένη
- hunt (down or up) => Κυνήγι (παρακολούθηση ή εντόπιση)
- hunt (through) => ψάχνω (μέσα)
Definitions and Meaning of hung up in English
hung up
having great or excessive interest in or preoccupation with someone or something, much involved or concerned with something or someone, anxiously nervous, delayed or detained for a time
FAQs About the word hung up
κράτησε
having great or excessive interest in or preoccupation with someone or something, much involved or concerned with something or someone, anxiously nervous, delay
εμμονικός,ανήσυχος,απορροφάται,ανήσυχος,ανήσυχος,αρραβωνιασμένος,χαρούμενος,κατειλημμένος,προβληματισμένος,κουίρ
αδιάφορος ,ανεπίσημος,κουλ,αποσπασμένος,αδιάφορος,αποστασιοποιημένος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος
hung together => κρέμασε μαζί, hung one on => Να πιει ένα, hung on to => κράτησε, hung on => κρεμασμένος, hung in there => Άντεξε,