Greek Meaning of occupied
κατειλημμένος
Other Greek words related to κατειλημμένος
- απασχολημένος
- επιμελής
- εργαζόμενος
- αρραβωνιασμένος
- ενεργός
- εργατικός
- πολυσύχναστος
- εμβαπτισμένος
- εργατικός
- προβληματισμένος
- επιμελής
- λειτουργική
- απορροφάται
- ζωντανός
- κινούμενη
- ενθουσιασμένος
- βόμβος
- Ενεργητικός
- απορροφημένος
- ακμάζων
- εστιασμένος
- εστιασμένος
- Λειτουργικός
- λειτουργικός
- πηγαίνω
- τι συμβαίνει
- εργατικός
- πήδημα
- βόμβος
- πρόθεση
- μέχρι τα γόνατα
- επίπονος
- ζωηρός
- ζωντανό
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- ακμάζων
- Δεσμευμένος
- Ζωηρός
- ζωηρός
- συγκεντρώνοντας
- βυθισμένος
Nearest Words of occupied
- occupational therapy => Εργοθεραπεία
- occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας
- occupational safety and health act => Νόμος για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία
- occupational hazard => Επαγγελματικός κίνδυνος
- occupational group => επαγγελματική ομάδα
- occupational disease => Επαγγελματική ασθένεια
- occupational => επαγγελματικός
- occupation license => άδεια άσκησης επαγγέλματος
- occupation licence => Αδεια χρήσης
- occupation => επάγγελμα
Definitions and Meaning of occupied in English
occupied (a)
held or filled or in use
seized and controlled as by military invasion
occupied (s)
resided in; having tenants
having ones attention or mind or energy engaged
occupied (imp. & p. p.)
of Occupy
FAQs About the word occupied
κατειλημμένος
held or filled or in use, seized and controlled as by military invasion, resided in; having tenants, having ones attention or mind or energy engagedof Occupy
απασχολημένος,επιμελής,εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,ενεργός,εργατικός,πολυσύχναστος,εμβαπτισμένος,εργατικός,προβληματισμένος
δωρεάν,αδρανής,αδρανής,Ανεργος,ακατοίκητο,κοιμισμένος,νεκρός,αδρανής,αδρανής,λανθάνων
occupational therapy => Εργοθεραπεία, occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας, occupational safety and health act => Νόμος για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, occupational hazard => Επαγγελματικός κίνδυνος, occupational group => επαγγελματική ομάδα,