Greek Meaning of diligent
επιμελής
Other Greek words related to επιμελής
- ενεργός
- εργατικός
- απασχολημένος
- εργαζόμενος
- αρραβωνιασμένος
- εργατικός
- πολυσύχναστος
- εμβαπτισμένος
- επίπονος
- κατειλημμένος
- προβληματισμένος
- επιμελής
- λειτουργική
- απορροφάται
- κινούμενη
- ενθουσιασμένος
- βόμβος
- Ενεργητικός
- απορροφημένος
- ακμάζων
- εστιασμένος
- εστιασμένος
- Λειτουργικός
- λειτουργικός
- πηγαίνω
- τι συμβαίνει
- εργατικός
- πήδημα
- βόμβος
- ακούραστος
- πρόθεση
- μέχρι τα γόνατα
- ζωηρός
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- ακμάζων
- Δεσμευμένος
- ακούραστος
- ακούραστος
- Ζωηρός
- ζωηρός
- συγκεντρώνοντας
- βυθισμένος
Nearest Words of diligent
- diligently => επιμελώς
- dill => Ανηθος
- dill pickle => Τουρσί με άνηθο
- dill seed => Σπόροι άνηθου
- dill weed => Άνηθος
- dillenia => Διλλήνια
- dilleniaceae => Διλληνιώδεις
- dilleniid dicot family => Dillenidae δικότυλης οικογένεια
- dilleniid dicot genus => Γένος δικοτυλήδονων φυτών
- dilleniidae => Διλανίίδες
Definitions and Meaning of diligent in English
diligent (s)
quietly and steadily persevering especially in detail or exactness
diligent (a)
characterized by care and perseverance in carrying out tasks
diligent (a.)
Prosecuted with careful attention and effort; careful; painstaking; not careless or negligent.
Interestedly and perseveringly attentive; steady and earnest in application to a subject or pursuit; assiduous; industrious.
FAQs About the word diligent
επιμελής
quietly and steadily persevering especially in detail or exactness, characterized by care and perseverance in carrying out tasksProsecuted with careful attentio
ενεργός,εργατικός,απασχολημένος,εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,εργατικός,πολυσύχναστος,εμβαπτισμένος,επίπονος,κατειλημμένος
δωρεάν,αδρανής,αδρανής,λανθάνων,παθητικός,νυσταγμένος,αργός,Ανεργος,ακατοίκητο,ελεύθερος
diligency => επιμέλεια, diligence => προσοχή, dilettantism => Δειλετταντισμός, dilettantish => ερασιτεχνικός, dilettanti => ερασιτέχνες,