Greek Meaning of concentrating
συγκεντρώνοντας
Other Greek words related to συγκεντρώνοντας
- απορροφάται
- επιμελής
- εργαζόμενος
- αρραβωνιασμένος
- απορροφημένος
- εστιασμένος
- εστιασμένος
- εμβαπτισμένος
- πρόθεση
- κατειλημμένος
- προβληματισμένος
- λειτουργική
- ενεργός
- εργατικός
- πολυσύχναστος
- απασχολημένος
- πήδημα
- εργατικός
- επίπονος
- επιμελής
- Ενεργητικός
- εργατικός
- ακούραστος
- μέχρι τα γόνατα
- βυθισμένος
- Δεσμευμένος
- ακούραστος
- ακούραστος
- ζωηρός
Nearest Words of concentrating
Definitions and Meaning of concentrating in English
concentrating
something prepared by concentration, to accumulate (a toxic substance) in bodily tissues, to make less dilute, a feedstuff (such as grains) relatively rich in digestible nutrients compare fiber, a mineral-rich product obtained after an initial processing of ore, to focus one's powers, efforts, or attention, to express or exhibit in condensed form, something concentrated, a food reduced in bulk by elimination of fluid, to fix one's powers, efforts, or attention on one thing, to bring, direct, or come toward or meet in a common center or objective, to gather into one body, mass, or force, gather, collect, to increase the amount of a substance in a space by removing other substances with which it is mixed or in which it is dissolved, to bring or direct toward a common center or objective, to draw toward or meet in a common center
FAQs About the word concentrating
συγκεντρώνοντας
something prepared by concentration, to accumulate (a toxic substance) in bodily tissues, to make less dilute, a feedstuff (such as grains) relatively rich in d
απορροφάται,επιμελής,εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,εστιασμένος,εστιασμένος,εμβαπτισμένος,πρόθεση,κατειλημμένος
κοιμισμένος,αδρανής,αδρανής,αδρανής,αδρανής,λανθάνων,τεμπέλης,παθητικός,αδρανής,νυσταγμένος
concentrates => Συμπυκνώματα, concentrated (on) => συγκεντρωμένος (σε), concentrate (on) => εστιάζω (σε), concenters => συγκεντρωτές, concentering => συγκεντρωτικός,