Greek Meaning of bustling
πολυσύχναστος
Other Greek words related to πολυσύχναστος
- απασχολημένος
- επιμελής
- εργαζόμενος
- αρραβωνιασμένος
- κατειλημμένος
- ενεργός
- εργατικός
- βόμβος
- πήδημα
- εμβαπτισμένος
- εργατικός
- επίπονος
- προβληματισμένος
- επιμελής
- λειτουργική
- απορροφάται
- ζωντανός
- κινούμενη
- ενθουσιασμένος
- Ενεργητικός
- απορροφημένος
- ακμάζων
- εστιασμένος
- εστιασμένος
- Λειτουργικός
- λειτουργικός
- πηγαίνω
- τι συμβαίνει
- εργατικός
- βόμβος
- ακούραστος
- πρόθεση
- μέχρι τα γόνατα
- ζωηρός
- ζωντανό
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- ακμάζων
- Δεσμευμένος
- ακούραστος
- Ζωηρός
- ζωηρός
- συγκεντρώνοντας
- βυθισμένος
Nearest Words of bustling
Definitions and Meaning of bustling in English
bustling (s)
full of energetic and noisy activity
bustling (n.)
of Bustle
bustling (a.)
Agitated; noisy; tumultuous; characterized by confused activity; as, a bustling crowd.
FAQs About the word bustling
πολυσύχναστος
full of energetic and noisy activityof Bustle, Agitated; noisy; tumultuous; characterized by confused activity; as, a bustling crowd.
απασχολημένος,επιμελής,εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,κατειλημμένος,ενεργός,εργατικός,βόμβος,πήδημα,εμβαπτισμένος
δωρεάν,αδρανής,αδρανής,νυσταγμένος,Ανεργος,ακατοίκητο,κοιμισμένος,νεκρός,αδρανής,βαρετό
bustler => πολυάσχολο άτομο, bustled => Ζωηρός, bustle about => βουίζει περίπου, bustle => φασαρία, bustier => Κορσές,