Greek Meaning of functional
Λειτουργικός
Other Greek words related to Λειτουργικός
- λειτουργικός
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- ενεργός
- πηγαίνω
- ισχύει
- σε
- ζωντανά
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- βιώσιμος
- λειτουργική
- σε λειτουργία
- ζωντανός
- απασχολημένος
- δυναμικός
- αποτελεσματικός
- πρόσφορο
- εργοδοτήσιμος
- ακμάζων
- εν κίνησει
- ζωντανό
- αποδίδει
- παραγωγικός
- σερβίρισμα
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- εφικτό
- σε λειτουργία
- online
- παραγωγική
- σπασμένο
- νεκρός
- αδρανής
- ανενεργός
- μη λειτουργικός
- άχρηστος
- Μη λειτουργικό
- μη χειρουργικός
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- ανεγχείρητος
- καπούτ
- εκτός λειτουργίας
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- απενεργοποιημένο
- καππούτ
- Μη ενεργοποιημένο
- μη λειτουργικός
- συλληφθείς
- κοιμισμένος
- αδρανής
- χέρσος
- αδρανής
- αδρανής
- λανθάνων
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- νυσταγμένος
- μη παραγωγικός
- απόσυρση
Nearest Words of functional
- functional anatomy => Λειτουργική Ανατομία
- functional calculus => Λειτουργικός λογισμός
- functional disorder => λειτουργική διαταραχή
- functional genomics => Λειτουργική γονιδιωματική
- functional illiterate => λειτουργικός αναλφάβητος
- functional magnetic resonance imaging => Λειτουργική μαγνητική τομογραφία
- functionalism => Λειτουργισμός
- functionalist => Λειτουργικός
- functionality => λειτουργικότητα
- functionalize => λειτουργικοποιώ
Definitions and Meaning of functional in English
functional (a)
designed for or capable of a particular function or use
involving or affecting function rather than physiology
relating to or based on function especially as opposed to structure
functional (s)
fit or ready for use or service
designed for or adapted to a function or use
(of e.g. a machine) performing or capable of performing
functional (a.)
Pertaining to, or connected with, a function or duty; official.
Pertaining to the function of an organ or part, or to the functions in general.
FAQs About the word functional
Λειτουργικός
designed for or capable of a particular function or use, involving or affecting function rather than physiology, relating to or based on function especially as
λειτουργικός,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,ενεργός,πηγαίνω,ισχύει,σε,ζωντανά,λειτουργικός
σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,μη λειτουργικός,άχρηστος,Μη λειτουργικό,μη χειρουργικός,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός
function word => λειτουργική λέξη, function call => κλήση συνάρτησης, function => λειτουργία, funambulus => Σχοινοβάτης, funambulo => Σκοινοβάτης,