Greek Meaning of funambulism
Σχοινοβασία
Other Greek words related to Σχοινοβασία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of funambulism
- funambulist => Σκοινοβάτης
- funambulo => Σκοινοβάτης
- funambulus => Σχοινοβάτης
- function => λειτουργία
- function call => κλήση συνάρτησης
- function word => λειτουργική λέξη
- functional => Λειτουργικός
- functional anatomy => Λειτουργική Ανατομία
- functional calculus => Λειτουργικός λογισμός
- functional disorder => λειτουργική διαταραχή
Definitions and Meaning of funambulism in English
funambulism (n)
walking on a tightrope or slack rope
FAQs About the word funambulism
Σχοινοβασία
walking on a tightrope or slack rope
No synonyms found.
No antonyms found.
funambulatory => σχοινοβάτης, funambulation => Σχοινοβασία, funambulate => Σχοινοβάτης, fun run => διασκεδαστικός αγώνας, fun => διασκέδαση,