Greek Meaning of in commission
σε λειτουργία
Other Greek words related to σε λειτουργία
- ζωντανός
- Λειτουργικός
- λειτουργικός
- ισχύει
- σε
- ζωντανά
- ζωντανό
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- λειτουργική
- online
- ενεργός
- αποτελεσματικός
- πηγαίνω
- εν κίνησει
- λειτουργικός
- απασχολημένος
- δυναμικός
- πρόσφορο
- εργοδοτήσιμος
- ακμάζων
- βόμβος
- αποδίδει
- παραγωγικός
- βρυχιό
- σερβίρισμα
- ακμάζων
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- βιώσιμος
- εφικτό
- υποχωρητικός
- παραγωγική
- σπασμένο
- νεκρός
- αδρανής
- ανενεργός
- μη λειτουργικός
- εκτός λειτουργίας
- άχρηστος
- απενεργοποιημένο
- μη λειτουργικός
- συλληφθείς
- κοιμισμένος
- αδρανής
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- καπούτ
- νυσταγμένος
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- απόσυρση
- καππούτ
- Μη ενεργοποιημένο
- Μη λειτουργικό
- μη χειρουργικός
- χέρσος
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- λανθάνων
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- μη παραγωγικός
- φυτοζωών
- Στασιμα
Nearest Words of in commission
- in comparison (to) => Σε σύγκριση με
- in comparison (with) => σε σύγκριση (με)
- in consequence => κατά συνέπεια
- in contrast (to) => αντίθετα (με)
- in contrast (with) => σε αντίθεση με
- in deep water => σε βαθιά νερά
- in defiance of => παρά
- in despite of => παρά
- in especial => κυρίως
- in every corner => σε κάθε γωνιά
Definitions and Meaning of in commission in English
in commission
an act of committing, a formal written warrant granting the power to perform various acts or duties, a matter entrusted to an agent, an act of committing something, with commission serving as partial or full pay for work done, a fee paid to an agent or employee for transacting a piece of business or performing a service, an act of entrusting or giving authority, a group of persons directed to perform some duty, to put (a ship) in commission, a task or matter entrusted to one as the agent for another, authority to act as agent for another, an authorization or command to act in a prescribed manner or to perform prescribed acts, the rank and authority so given, ready for active service, to appoint or assign to a task or function, a certificate that gives military rank and authority, out of active service or use, a work produced by commission, to confer a formal commission on, a fee paid to an agent or employee for taking care of a piece of business, the rank and authority so conferred, in use or in condition for use, to give a commission to, an order granting the power to perform various acts or duties, authority to act for, in behalf of, or in place of another, to furnish with a commission, under the authority of commissioners, out of working order, a group of persons directed to perform a duty, a government agency, a task or matter entrusted to one as an agent for another, a formal request to produce something (especially an artistic work) in exchange for payment, a percentage of the money received from a total paid to the agent responsible for the business, to order to be made, a government agency having administrative, legislative, or judicial powers, a certificate conferring military rank and authority, a city council having legislative and executive functions, a formal written authorization to perform various acts and duties
FAQs About the word in commission
σε λειτουργία
an act of committing, a formal written warrant granting the power to perform various acts or duties, a matter entrusted to an agent, an act of committing someth
ζωντανός,Λειτουργικός,λειτουργικός,ισχύει,σε,ζωντανά,ζωντανό,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός
σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,μη λειτουργικός,εκτός λειτουργίας,άχρηστος,απενεργοποιημένο,μη λειτουργικός,συλληφθείς
in clover => Στον παράδεισο, in charge => υπεύθυνος, in back of => πίσω, in attendance => παρών, in advance of => εκ των προτέρων,