Greek Meaning of dynamic
δυναμικός
Other Greek words related to δυναμικός
- Ενεργητικός
- ζωηρός
- ισχυρός
- robust
- ζωηρός
- αθλητικός
- ικανός
- υγιής
- κινητικός
- σφριγηλός
- ζωηρός
- ζωηρός
- δυνατός
- σκληρός
- Ζωτικός
- κινούμενη
- γεροδεμένος
- μυώδης
- ζωηρός
- Μυώδης
- Ικανός
- αριστοκρατικός
- ενεργοποιημένος
- ζωογονημένος
- στερεός
- κατάλληλο
- FLUSH
- οχυρωμένος
- Τζιντζερ
- υγιής
- ανθεκτικός
- χάσκι
- αναζωογονημένο
- Ανδρείος
- ισχυρός
- Μυώδης
- Δυνατός
- ερυθρόαιμος
- αναζωογονητικό
- ανανεωμένος
- αναζωογονημένος
- ανώμαλος
- ήχος
- Ζωηρός
- σταθερός
- γεροδεμένος
- γερός
- ανδροπρεπής
- αναζωογονημένο
- Ζωντανός
- με δύναμη
- λεπτός
- βαρετό
- εξασθενημένος
- Αδύναμος
- Ασθενής
- εύθραυστος
- ανίκανος
- ληθαργικός
- αδιάφορος
- ανίσχυρος
- Αργός
- κουρασμένος
- ληθαργικός
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- ανάπηρος
- εξαντλημένος
- άρρωστος
- οκνηρός
- άρρωστος
- Ασπόνδυλα
- αδιάφορος
- νωθρός
- τεμπέλης
- προσκυνημένος
- μαλακός
- Ανίσχυρος
- ανθυγιεινός
- προβληματικός
- χλωμός
- δειλός
- σπασμένος
- εξασθενημένος
- ετοιμόρροπος
- αναίσθητος
- αποκαμωμένος
- σπαταλημένος
- καταβεβλημένος
Nearest Words of dynamic
- dynamic balance => Δυναμική ισορροπία
- dynamic electricity => δυναμικός ηλεκτρισμός
- dynamic headroom => Δυναμική ελεύθερη περιοχή
- dynamic viscosity => Δυναμικό ιξώδες
- dynamical => δυναμική
- dynamical system => Δυναμικό σύστημα
- dynamically => δυναμικά
- dynamics => Δυναμική
- dynamise => δυναμική
- dynamism => δυναμική
Definitions and Meaning of dynamic in English
dynamic (n)
an efficient incentive
dynamic (a)
characterized by action or forcefulness or force of personality
of or relating to dynamics
(used of verbs (e.g. `to run') and participial adjectives (e.g. `running' in `running water')) expressing action rather than a state of being
dynamic (a.)
Alt. of Dynamical
FAQs About the word dynamic
δυναμικός
an efficient incentive, characterized by action or forcefulness or force of personality, of or relating to dynamics, (used of verbs (e.g. `to run') and particip
Ενεργητικός,ζωηρός,ισχυρός,robust,ζωηρός,αθλητικός,ικανός,υγιής,κινητικός,σφριγηλός
λεπτός,βαρετό,εξασθενημένος,Αδύναμος,Ασθενής,εύθραυστος,ανίκανος,ληθαργικός,αδιάφορος,ανίσχυρος
dynametrical => δυναμικός, dynameter => δυναμόμετρο, dynam => Δυναμω, dynactinometer => Δυνακτινομίον, dylan thomas => Ντίλαν Τόμας,