Greek Meaning of red-blooded
ερυθρόαιμος
Other Greek words related to ερυθρόαιμος
- δυναμικός
- Ενεργητικός
- ζωηρός
- robust
- ζωηρός
- αθλητικός
- ικανός
- FLUSH
- υγιής
- σφριγηλός
- ισχυρός
- Μυώδης
- ζωηρός
- ισχυρός
- ζωηρός
- δυνατός
- σκληρός
- Ζωτικός
- υγιής
- κινούμενη
- γεροδεμένος
- μυώδης
- ζωηρός
- Μυώδης
- Ικανός
- αριστοκρατικός
- ενεργοποιημένος
- ζωογονημένος
- στερεός
- κατάλληλο
- οχυρωμένος
- Τζιντζερ
- υγιής
- ανθεκτικός
- γενναιόδωρος
- χάσκι
- αναζωογονημένο
- κινητικός
- Ανδρείος
- Δυνατός
- αναζωογονητικό
- ανανεωμένος
- γερός
- ανώμαλος
- ήχος
- Ζωηρός
- σταθερός
- γεροδεμένος
- σωματώδης
- γερός
- ανδροπρεπής
- αναζωογονημένο
- Ζωντανός
- με δύναμη
- λεπτός
- βαρετό
- εξασθενημένος
- Αδύναμος
- Ασθενής
- εύθραυστος
- ανίκανος
- οκνηρός
- άρρωστος
- τεμπέλης
- ληθαργικός
- αδιάφορος
- ανίσχυρος
- προσκυνημένος
- Αργός
- κουρασμένος
- ληθαργικός
- χλωμός
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- ανάπηρος
- εξαντλημένος
- άρρωστος
- Ασπόνδυλα
- αδιάφορος
- νωθρός
- αναίσθητος
- μαλακός
- Ανίσχυρος
- ανθυγιεινός
- δειλός
- σπασμένος
- εξασθενημένος
- ετοιμόρροπος
- αποκαμωμένος
- προβληματικός
- σπαταλημένος
- καταβεβλημένος
Nearest Words of red-blooded
- red-blindness => Ερυθροπρασία
- red-blind => Ερυθρόπροσωπος
- redbird flower => Λουλούδι redbird
- redbird cactus => Κάκτος Redbird
- redbird => Κόκκινος καρδινάλιος
- red-berry => Κόκκινο μούρο
- redberry => Redberry
- red-berried elder => Κόκκινη αγγελική
- redbelly => κοκκινοκοιλιάρης
- red-bellied turtle => Ερυθρόμηλη χελώνα
- redbone => κοκκινοσούφλης
- redbreast => κοκκινολαίμης
- red-breasted merganser => Κορμοράνος
- red-breasted nuthatch => Κόκκινο ουρακοτάκι
- red-breasted sapsucker => Τρυποκάρυδος τριδάκτυλος
- red-breasted snipe => Κοκκινοσκέλης
- redbrick => τούβλο
- red-brick => κόκκινο τούβλο
- redbrick university => πανεπιστήμιο κόκκινου τούβλου
- red-brown => Kοκκινοκαφέ
Definitions and Meaning of red-blooded in English
red-blooded (s)
endowed with or exhibiting great bodily or mental health
FAQs About the word red-blooded
ερυθρόαιμος
endowed with or exhibiting great bodily or mental health
δυναμικός ,Ενεργητικός,ζωηρός,robust,ζωηρός,αθλητικός,ικανός,FLUSH,υγιής,σφριγηλός
λεπτός,βαρετό,εξασθενημένος,Αδύναμος,Ασθενής,εύθραυστος,ανίκανος,οκνηρός,άρρωστος,τεμπέλης
red-blindness => Ερυθροπρασία, red-blind => Ερυθρόπροσωπος, redbird flower => Λουλούδι redbird, redbird cactus => Κάκτος Redbird, redbird => Κόκκινος καρδινάλιος,