Greek Meaning of dashing

αριστοκρατικός

Other Greek words related to αριστοκρατικός

Definitions and Meaning of dashing in English

Wordnet

dashing (s)

lively and spirited

marked by up-to-dateness in dress and manners

Webster

dashing (p. pr. & vb. n.)

of Dash

Webster

dashing (a.)

Bold; spirited; showy.

FAQs About the word dashing

αριστοκρατικός

lively and spirited, marked by up-to-dateness in dress and mannersof Dash, Bold; spirited; showy.

περιπετειώδης,έντονος,γενναίος,Τολμηρός,ατρόμητος,περιπετειώδης,Θρασύς,γενναίος,επιχειρηματικός,γενναιοδωρος

φοβισμένος,προσεκτικός,προσεκτικός,Δειλός,δειλός,γαλακτώδες,συνετός,Μικρόψυχος,ντροπαλός,ντροπαλός

dashiki => Ντασίκι, dashiell hammett => Ντάσιελ Χάμετ, dasher => dasher, dasheen => Αρονίκ, dashed => παύλα,