Greek Meaning of chickenhearted

δειλός

Other Greek words related to δειλός

Definitions and Meaning of chickenhearted in English

Wordnet

chickenhearted (s)

easily frightened

FAQs About the word chickenhearted

δειλός

easily frightened

φοβισμένος,προσεκτικός,κοτόπουλο,Δειλός,δειλός,φοβισμένος,άνανδρος,Δειλός,δειλός,Μικρόψυχος

έντονος,γενναίος,θρασύς,γενναίος,Τολμηρός,ανίκητος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,γενναίος,ανθεκτικός

chicken-fight => Κοκορομαχία, chickenfight => κοκορομαχία, chickenfeed => ψίχουλα, chicken-breasted => στήθος κοτόπουλου, chicken yard => Κοτέτσι,