Greek Meaning of doughty

ανδρείος

Other Greek words related to ανδρείος

Definitions and Meaning of doughty in English

Webster

doughty (superl.)

Able; strong; valiant; redoubtable; as, a doughty hero.

FAQs About the word doughty

ανδρείος

Able; strong; valiant; redoubtable; as, a doughty hero.

γενναίος,γενναίος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,ηρωικός,ηρωικός,γενναίος,περιπετειώδης,έντονος,ανίκητος

κοτόπουλο,Δειλός,δειλός,Δειλός,φοβισμένος,άνανδρος,ποντίκι,Τον ποντικό,αναίσθητος,Μικρόψυχος

doughtren => δόγμα, doughtiness => ανδρεία, doughtily => γενναία, doughnut-shaped => σχήματος ντόνατ, doughnut => Ντόνατ,