Greek Meaning of lily-livered

Δειλός

Other Greek words related to Δειλός

Definitions and Meaning of lily-livered in English

Wordnet

lily-livered (s)

easily frightened

Webster

lily-livered (a.)

White-livered; cowardly.

FAQs About the word lily-livered

Δειλός

easily frightenedWhite-livered; cowardly.

φοβισμένος,προσεκτικός,κοτόπουλο,δειλός,Δειλός,δειλός,φοβισμένος,άνανδρος,δειλός,Μικρόψυχος

έντονος,γενναίος,θρασύς,γενναίος,Τολμηρός,ανίκητος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,γενναίος,ανθεκτικός

lily-handed => κρινοχέρης, lily turf => Κρίνος, lily pons => Λίλι Πονς, lily pad => Νούφαρο, lily of the valley => κρίνος της κοιλάδας,