Greek Meaning of gutless
άνανδρος
Other Greek words related to άνανδρος
- φοβισμένος
- προσεκτικός
- Δειλός
- δειλός
- φοβισμένος
- Μικρόψυχος
- φοβισμένος
- Ανίσχυρος
- ντροπαλός
- κίτρινο
- ανάξιος λόγου
- προσεκτικός
- κοτόπουλο
- δειλός
- διστακτικός
- φοβισμένος
- Ασθενής
- Δειλός
- δειλός
- δειλός
- δειλός
- δειλός
- Αδύναμος
- Κοτόπουλο συκώτι
- ντροπαλός
- ντροπαλός
- Δειλός
- ντροπαλός
- Ανάρμοστος, ανάρμοστα
- επιφυλακτικός
Nearest Words of gutless
Definitions and Meaning of gutless in English
gutless (a)
lacking courage or vitality
gutless (s)
weak in willpower, courage or vitality
FAQs About the word gutless
άνανδρος
lacking courage or vitality, weak in willpower, courage or vitality
φοβισμένος,προσεκτικός,Δειλός,δειλός,φοβισμένος,Μικρόψυχος,φοβισμένος,Ανίσχυρος,ντροπαλός,κίτρινο
έντονος,γενναίος,θρασύς,γενναίος,Τολμηρός,ανίκητος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,γενναίος,ανθεκτικός
gutierrezia texana => Gutierrezia texana, gutierrezia sarothrae => Gutierrezia sarothrae, gutierrezia microcephala => Gutierrezia microcephala, gutierrezia => Γκουτιερέζια, guthrie => Γκούθρι,