Greek Meaning of spineless

Ανίσχυρος

Other Greek words related to Ανίσχυρος

Definitions and Meaning of spineless in English

Wordnet

spineless (s)

weak in willpower, courage or vitality

lacking thorns

Wordnet

spineless (a)

lacking a backbone or spinal column

lacking spiny processes

FAQs About the word spineless

Ανίσχυρος

weak in willpower, courage or vitality, lacking a backbone or spinal column, lacking spiny processes, lacking thorns

μαλακός,Αδύναμος,εξασθενημένος,Άχρωμο,εξασθενημένος,εύθραυστος,αναποτελεσματικός,Ασπόνδυλα,ντελικάτος,αναίσθητος

ηθικός,στερεός,καλός,σκληρός,ηθικός,Ευσυνείδητος,δεξιά,δίκαιος,δυνατός,σκληρός

spinel ruby => Σπινέλλιο ρουμπίνι, spinel => Σπινέλιος, spine => σπονδυλική στήλη, spin-dry => στύβω, spindrift => θαλασσινή ομίχλη,