Greek Meaning of spininess

ακανθώδης

Other Greek words related to ακανθώδης

Definitions and Meaning of spininess in English

Wordnet

spininess (n)

the quality of being covered with prickly thorns or spines

FAQs About the word spininess

ακανθώδης

the quality of being covered with prickly thorns or spines

περίπλοκος,δύσκολο,τριχωτός,προβληματικός,προβληματικός,ευαίσθητος,κολλώδης,ακανθώδης,σκληρός,ελκυστικός

εύκολος,ανεπιτήδευτος,διαχειρίσιμος,ανώδυνος,απλός,απλός,απλός,ανεπιτήδευτο,απρόβλητος

spinifex => Σπινίφεξ, spine-tipped => ακανθοδειρός, spinet => σπινέτα, spinescence => ακανθικότητα, spinelessness => Δειλ�α,