Greek Meaning of prickly
ακανθώδης
Other Greek words related to ακανθώδης
Nearest Words of prickly
- prickly ash => τσίλι πιπέρι
- prickly custard apple => Ακανθώδης γλυκομηλιά
- prickly heat => Κνίδωση
- prickly lettuce => αγριομάρουλο
- prickly pear => Φραγκόσυκο
- prickly pear cactus => φραγκοσυκιά
- prickly pine => Κωνοφόρο δέντρο
- prickly poppy => Ακανθώδης παπαρούνα
- prickly shield fern => Ακανθώδες ασπιδόπτερι
- prickly-edged leaf => Φύλλο με ακανθώδεις άκρες
Definitions and Meaning of prickly in English
prickly (s)
very irritable
having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.
FAQs About the word prickly
ακανθώδης
very irritable, having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.
ερεθιστικός,σκληρός,φαγούρα,τραχύς,τραχύς,Χοντρός
μεταξένιος,μαλακός,μεταξωτός,κατευναστικός
prickling => τσίμπημα, prickliness => Τσιμπήματα, prickle-weed => γαλατσίδα, prickleback => Γατόψαρο, prickle cell => Ακανθοκύτταρο,