Greek Meaning of prickling

τσίμπημα

Other Greek words related to τσίμπημα

Definitions and Meaning of prickling in English

Wordnet

prickling (n)

a somatic sensation as from many tiny stings

FAQs About the word prickling

τσίμπημα

a somatic sensation as from many tiny stings

αιμορραγία,καίγοντας,φαγούρα,γκρινιάρης,πρέσσα,τσίμπημα,τσούξιμο,καυτός,πρησμένος,επώδυνος

επούλωση,βοηθητικός,οκνηρός,ανώδυνος,διορθωτικός,θεραπευτικός

prickliness => Τσιμπήματα, prickle-weed => γαλατσίδα, prickleback => Γατόψαρο, prickle cell => Ακανθοκύτταρο, prickle => Τσίμπημα,