Greek Meaning of agonizing

βασανιστικός

Other Greek words related to βασανιστικός

Definitions and Meaning of agonizing in English

Wordnet

agonizing (s)

extremely painful

Webster

agonizing (p. pr. & vb. n.)

of Agonize

FAQs About the word agonizing

βασανιστικός

extremely painfulof Agonize

σκληρός,σκληρός,οδυνηρός,βασανιστικός,φρικτός,πικρός,οδυνηρός,Ενοχλητικός,βαρύς,διογκωτικός

ανεκτός,υποφερτός,ικανοποιητικός,ευχάριστος,γλυκό,ανεκτός,αποδεκτός,επιτρεπόμενο,κατοικήσιμος,λογικός

agonized => βασανισμένος, agonize => βασανίζομαι, agonistics => αγωνιστικά, agonistically => ανταγωνιστικά, agonistical => ανταγωνιστικός,