Greek Meaning of unsupportable

ανυπόφορο

Other Greek words related to ανυπόφορο

Definitions and Meaning of unsupportable in English

Wordnet

unsupportable (s)

not able to be supported or defended

Webster

unsupportable (a.)

Insupportable; unendurable.

FAQs About the word unsupportable

ανυπόφορο

not able to be supported or defendedInsupportable; unendurable.

ανυπόφορος,ακραίο,σκληρός,ανυπόφορος,αβάσταχτος,έντονο,ανυπόφορος,συντριπτικός,φοβερός,απαράδεκτο

αποδεκτός,υποφερτός, υποστηρικτός,βιώσιμος,ανεκτός,επαρκής,επιпусти,επιτρεπόμενο,υποφερτός,κατοικήσιμος,κατοικήσιμος

unsupervised => μη επιβλεπόμενος, unsung => αδούλωτος, unsullied => αμόλυντος, unsuited => ακατάλληλος, unsuitably => ακατάλληλα,