Greek Meaning of nauseating

ναυτία

Other Greek words related to ναυτία

Definitions and Meaning of nauseating in English

Wordnet

nauseating (s)

causing or able to cause nausea

Webster

nauseating (p. pr. & vb. n.)

of Nauseate

FAQs About the word nauseating

ναυτία

causing or able to cause nauseaof Nauseate

φρικτός,φοβερός,αποτρόπαιος,φρικτός,αποκρουστικός,άσεμνος,προσβλητικό,συγκλονιστικό,αποκρουστικός,αποτρόπαιος

αποδεκτός,ευχάριστος,γοητευτικός,ελκυστικός,ελκυστικός,φιλικός,αγαπητέ,νόστιμος,απολαυστικό,επιθυμητός

nauseated => ναυτία, nauseate => προκαλώ ναυτία, nauseant => Ναυτία, nausea => Ναυτία, nauscopy => Ρινοσκόπηση,