Greek Meaning of grisly

ανατριχιαστικός

Other Greek words related to ανατριχιαστικός

Definitions and Meaning of grisly in English

Wordnet

grisly (s)

shockingly repellent; inspiring horror

Webster

grisly (a.)

Frightful; horrible; dreadful; harsh; as, grisly locks; a grisly specter.

FAQs About the word grisly

ανατριχιαστικός

shockingly repellent; inspiring horrorFrightful; horrible; dreadful; harsh; as, grisly locks; a grisly specter.

φρικτός,τρομακτικός,συγκλονιστικό,φρικτός,Φρικτός,φρικτός,φοβερός,τρομακτικό,τρομερός,φρικτός

ευχάριστος,ελκυστικός,ελκυστικός,νόστιμος,απολαυστικό,ευχάριστος,δελεαστικός,ευχάριστος,ευχάριστος,ευχάριστος

grisliness => φρίκη, grisled => Γκρίζος, griskin => Γκρίσκιν, grisette => Γριζέτ, griseous => γριζωπός,