Greek Meaning of offensive
προσβλητικό
Other Greek words related to προσβλητικό
- φρικτός
- φοβερός
- αποτρόπαιος
- φρικτός
- βρώμικο
- αποκρουστικός
- άσεμνος
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- φρικτός
- απεχθής
- ανησυχητικό
- κακός
- φάουλ
- αφθονη
- αηδιαστικός
- φρικτός
- φρικτό
- φρικτός
- τρομακτικός
- αποκρουστικός
- ναυτία
- ναυτία
- δυσώδης
- επιβλαβής
- αξιόμεμπτος
- τάγγος
- απωθητικό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- σκανδαλώδης
- φοβερός
- ανεπιθύμητος
- δυσάρεστος
- ανεπιθύμητο
- φαύλος
- Φρικτός
- βάρβαρος
- υφάλμυρος
- Εξευτελιστικός
- άτιμος
- δυσάρεστος
- απεχθής
- οδυνηρός
- Εξαιρετικός
- αποτρόπαιος
- τρομερός
- φρικτός
- ζοφερός
- ανατριχιαστικός
- σκληρός
- απεχθής
- τρομακτικός
- χάλια
- φρικτός
- μακάβριος
- τερατώδης
- εφιαλτικός
- αποκρουστικός
- άρρωστος, -η, -ο
- άρρωστος
- Αχριστιανικός
- αγριος
- ασεβής
- ανθυγιεινός
- άγιος
- δυσάρεστος
- ανέκφραστος
- Ανεπιθύμητος
- ανθυγιεινό
- αναστατωτικός
- δυσάρεστος
- αποδεκτός
- ευχάριστος
- γοητευτικός
- ελκυστικός
- ελκυστικός
- φιλικός
- νόστιμος
- απολαυστικό
- επιθυμητός
- ευχάριστος
- χαρούμενος
- ικανοποιητικός
- ουράνιος
- ακίνδυνος
- ακίνδυνος
- ωραίο
- νόστιμος
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- γλυκό
- Καλώς ήρθατε (Kalos orisate)
- ευλογημένος
- ευλογημένος
- αγαπητέ
- ονειρικός
- γλυκός
- υγιής
- υγιής
- ελκυστικό
- συμπαθητικός
- συμπαθής
- νόστιμο
- ευχάριστος
- ικανοποιητικό
- νόστιμο
- αλμυρός
- αδιαμφισβήτητος
- αναντίρρητος
- υγιεινός
- απολαυστικός
- αποκαταστατικός
- υγιής
- ευεργετικός
Nearest Words of offensive
Definitions and Meaning of offensive in English
offensive (n)
the action of attacking an enemy
offensive (s)
violating or tending to violate or offend against
causing or able to cause nausea
offensive (a)
for the purpose of attack rather than defense
causing anger or annoyance
morally offensive
unpleasant or disgusting especially to the senses
offensive (a.)
Giving offense; causing displeasure or resentment; displeasing; annoying; as, offensive words.
Giving pain or unpleasant sensations; disagreeable; revolting; noxious; as, an offensive smell; offensive sounds.
Making the first attack; assailant; aggressive; hence, used in attacking; -- opposed to defensive; as, an offensive war; offensive weapons.
offensive (n.)
The state or posture of one who offends or makes attack; aggressive attitude; the act of the attacking party; -- opposed to defensive.
FAQs About the word offensive
προσβλητικό
the action of attacking an enemy, violating or tending to violate or offend against, for the purpose of attack rather than defense, causing anger or annoyance,
φρικτός,φοβερός,αποτρόπαιος,φρικτός,βρώμικο,αποκρουστικός,άσεμνος,συγκλονιστικό,αποκρουστικός,αποτρόπαιος
αποδεκτός,ευχάριστος,γοητευτικός,ελκυστικός,ελκυστικός,φιλικός,νόστιμος,απολαυστικό,επιθυμητός,ευχάριστος
offension => προσβολή, offensible => προσβλητικός, offenseless => ακίνδυνος, offenseful => προσβλητικός, offense => παράπτωμα,