Greek Meaning of offering
προσφορά
Other Greek words related to προσφορά
- Αποδεκτός
- Εγκριτικός
- εξουσιοδοτώντας
- επιβεβαιώνοντας
- λήψη
- λήψη
- διαπίστευση
- εκκαθάριση
- μειούμενη
- αρνούμενος
- Απαγορεύει
- αποδοκιμαστικός
- ολοκλήρωση
- τυποποίηση
- αρνητικός
- επικυρώνοντας, εγκρίνοντας
- διάψευση
- αρνούμαι
- Απορριπτικός
- επιβάλλων κυρώσεις
- περιφρονώντας
- απόρριψη
- βάζω βέτο
- εγγυημένος
- απόσυρση
- Εγκριντικός
- αγνοώντας
- homologation
- αγνοώντας
- παραμελώ
- Εντάξει
- εντάξει
- θέα
- απωθητικός
- συρριγμός
Nearest Words of offering
Definitions and Meaning of offering in English
offering (n)
something offered (as a proposal or bid)
money contributed to a religious organization
the verbal act of offering
the act of contributing to the funds of a church or charity
offering (p. pr. & vb. n.)
of Offer
offering (n.)
The act of an offerer; a proffering.
That which is offered, esp. in divine service; that which is presented as an expiation or atonement for sin, or as a free gift; a sacrifice; an oblation; as, sin offering.
A sum of money offered, as in church service; as, a missionary offering. Specif.: (Ch. of Eng.) Personal tithes payable according to custom, either at certain seasons as Christmas or Easter, or on certain occasions as marriages or christenings.
FAQs About the word offering
προσφορά
something offered (as a proposal or bid), money contributed to a religious organization, the verbal act of offering, the act of contributing to the funds of a c
θυσία,θύμα,συνεισφορά,δωρεά,Αυτοθυσία,σπονδή,ελάσκω
Αποδεκτός,Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,επιβεβαιώνοντας,λήψη,λήψη,διαπίστευση,εκκαθάριση,μειούμενη,αρνούμενος
offerer => προσφέροντας, offered => προσφέρεται, offerable => προσφερόμενος, offer up => προσφέρω, offer price => Τιμή προσφοράς,