Greek Meaning of authorizing

εξουσιοδοτώντας

Other Greek words related to εξουσιοδοτώντας

Definitions and Meaning of authorizing in English

Webster

authorizing (p. pr. & vb. n.)

of Authorize

FAQs About the word authorizing

εξουσιοδοτώντας

of Authorize

Ενδυνάμωση,Ενεργοποίηση,διαπίστευση,επιτρέποντας,Εγκριτικός,πιστοποίηση,ναύλωση,θέση σε λειτουργία,δικαιούχος,επενδύσεις

απαγόρευση,除非,αποκλεισμός,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ανασταλτικός

authorizer => ο εξουσιοδότης, authorized version => Εξουσιοδοτημένη Έκδοση, authorized stock => Εγκεκριμένο κεφάλαιο, authorized shares => Εξουσιοδοτημένες μετοχές, authorized => εξουσιοδοτημένος,