Greek Meaning of chartering
ναύλωση
Other Greek words related to ναύλωση
- απαγόρευση
- 除非
- αποκλεισμός
- περιοριστική
- αρνούμενος
- αποθαρρυντικός
- αποκλειστικός
- εξαιρουμένων
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- εμποδίζοντας
- προληπτικός
- απαγορευτικό
- στάση
- Απαγορεύει
- Επιβάλλοντας
- απαγορευτικό
- συγκράτηση
- απαγόρευση
- απαγορεύοντας
- αποκλεισμός
- βάζω βέτο
- αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας
- στέρηση δικαιώματος ψήφου
- στέρησης του εκλογικού δικαιώματος
- απαγορευτική
Nearest Words of chartering
Definitions and Meaning of chartering in English
chartering (p. pr. & vb. n.)
of Charter
FAQs About the word chartering
ναύλωση
of Charter
πρόσληψη,ενοικίαση,χρηματοδοτική μίσθωση,προετοιμασία (για),κράτηση,τσεκάροντας,σύναψη συμβάσεων (για),Συμμετοχικός,Κράτηση,Υπενοικίαση
απαγόρευση,除非,αποκλεισμός,περιοριστική,αρνούμενος,αποθαρρυντικός,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας
charterhouse => Τσάρτερχαουζ, charterer => ναυλωτής, chartered accountant => ορκωτός λογιστής, chartered => ναυλωμένο, charter school => Δημοτικό σχολείο,