Greek Meaning of chartered

ναυλωμένο

Other Greek words related to ναυλωμένο

Definitions and Meaning of chartered in English

Wordnet

chartered (a)

hired for the exclusive temporary use of a group of travelers

Webster

chartered (imp. & p. p.)

of Charter

Webster

chartered (a.)

Granted or established by charter; having, or existing under, a charter; having a privilege by charter.

Hired or let by charter, as a ship.

FAQs About the word chartered

ναυλωμένο

hired for the exclusive temporary use of a group of travelersof Charter, Granted or established by charter; having, or existing under, a charter; having a privi

μισθωμένος,ενοικιασμένο,αρραβωνιασμένος,ενοικιασμένο,κανονισμένος (για),δεσμευμένο,ελέγχθη,(συμβόλαιο (για)),παραγγελθέντα,κρατημένος

απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αποκλεισμένο,περιορισμένος,αρνηθεί,απαγορεύεται,αποθαρρυμένος,Αποκλεισμένος,Εξαιρούμενος,ανασταλμένος

charter school => Δημοτικό σχολείο, charter member => μέλος ιδρυτής, charter => χάρτης, charted => χαρτογραφημένος, charte => χάρτα,