Greek Meaning of disqualified
Αποκλεισμένος
Other Greek words related to Αποκλεισμένος
- ανίκανος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- άπειρος
- μη επαγγελματίας
- ανειδίκευτος
- ανειδίκευτος
- ακατάλληλος
- ερασιτεχνικός
- άπειρος
- ερασιτεχνικός
- Πράσινο
- Άπειρος
- Ωμός
- ανεξάρτητος
- απροετοίμαστος
- άτεχνος
- ανεκπαίδευτος
- άχρηστος
- θέλοντας
- άχρηστος
Nearest Words of disqualified
Definitions and Meaning of disqualified in English
disqualified (s)
disqualified by law or rule or provision
barred from competition for violation of rules
disqualified (imp. & p. p.)
of Disqualify
FAQs About the word disqualified
Αποκλεισμένος
disqualified by law or rule or provision, barred from competition for violation of rulesof Disqualify
ανίκανος,ανίκανος,ακατάλληλος,ανίκανος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,άπειρος
ικανός,ικανός,Ικανός,επιλέξιμος,ειδικός,κατάλληλος,επιδέξιος,επιδέξιος,έμπειρος,κατάλληλο
disqualification => ακύρωση, disputison => διαφορά, disputing => αμφισβητώντας, disputer => αμφισβητίας, disputeless => αδιαμφισβήτητος,