Greek Meaning of disqualifying
αποκλειστικός
Other Greek words related to αποκλειστικός
Nearest Words of disqualifying
Definitions and Meaning of disqualifying in English
disqualifying (a)
depriving of legal right; rendering legally disqualified
disqualifying (p. pr. & vb. n.)
of Disqualify
FAQs About the word disqualifying
αποκλειστικός
depriving of legal right; rendering legally disqualifiedof Disqualify
αποπιστοποίησης,απαγορευτικό,ακυρώνοντας,ακυρώνει,απονομιμοποιώντας,Απαγορεύει,απαγορεύοντας,απενεργοποίηση,εξουδετερωτική,στέρηση δικαιώματος ψήφου
εξουσιοδοτώντας,Ενεργοποίηση,δικαιούχος,προνόμηση,προκριματική,Εγκριτικός,Ενδυνάμωση,επικύρωση,αδειοδότηση,απόδοση δικαιώματος ψήφου
disqualify => αποκλείω, disqualified => Αποκλεισμένος, disqualification => ακύρωση, disputison => διαφορά, disputing => αμφισβητώντας,