Greek Meaning of indorsing

επικυρώνοντας

Other Greek words related to επικυρώνοντας

Definitions and Meaning of indorsing in English

Webster

indorsing (p. pr. & vb. n.)

of Indorse

FAQs About the word indorsing

επικυρώνοντας

of Indorse

υιοθεσία,υπεράσπιση,υποστηρίζων,υποστήριξη,υπερασπιστής,Αγκαλιάζει,να μπαίνει για,προστατευτικός,υποκίνηση,προελαύνοντας

παρεμβατικός,αντίθετος,σαμποτάροντας,ματαιώνοντας,απορίας άξιο,εγκατάλειψη,απογοητευτικός,αποτυχημένος,απορρόφηση,απογοητευτικός

indorser => εγγυητής, indorsement => εγκριση, indorsee => εκδοχέας‎, indorsed => εγκεκριμένος, indorse => εγκρίνω,