Greek Meaning of rescuing
διάσωση
Other Greek words related to διάσωση
Nearest Words of rescuing
Definitions and Meaning of rescuing in English
rescuing (p. pr. & vb. n.)
of Rescue
FAQs About the word rescuing
διάσωση
of Rescue
διάσωση,αποταμίευση,απελευθέρωση,παράδοση,αναρρώνει,φέρνοντας off,ξεμπέρδεμα,απελευθερωτικός,απελευθέρωση,απελευθερωτικό
ανένδοτος,επικίνδυνο,Τυχερό παιχνίδι (με),θέτοντας σε κίνδυνο,θέτοντας σε κίνδυνο,επικίνδυνος,περιπετειώδης,περιπέτεια,κίνδυνος,διακινδύνευση
rescuer => διασώστης, rescueless => ανεξάρτητος, rescued => διασωθεί, rescue party => σωστική ομάδα, rescue operation => επιχείρηση διάσωσης,