Greek Meaning of extricating
απελευθέρωση
Other Greek words related to απελευθέρωση
Nearest Words of extricating
Definitions and Meaning of extricating in English
extricating (p. pr. & vb. n.)
of Extricate
FAQs About the word extricating
απελευθέρωση
of Extricate
αποσύνδεσης,ξεμπέρδεμα,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,διάσωση,αποταμίευση,εκκαθάριση,απελευθέρωση,λυτρωτικός,Απελευθέρωση
αποκλεισμός,εμπλέκοντας,μπλεγμένος,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ζύγισμα,επιβαρυντικός,φόρτωση
extricated => απελευθερωμένος, extricate => απελευθερώνω, extricable => απελευθερώσιμος, extremum => άκρο, extremity => άκρο,