Greek Meaning of burdening

επιβαρυντικός

Other Greek words related to επιβαρυντικός

Definitions and Meaning of burdening in English

Webster

burdening (p. pr. & vb. n.)

of Burden

FAQs About the word burdening

επιβαρυντικός

of Burden

γέμιση,φόρτωση,σέλωμα,επιβαρυντικός,ναύλος,φορτίο,βαρύς,Συσκευασία,Υποστύλωση,στοίβαγμα

εκφόρτωση,ανακούφιση,ανακούφιση,Εκφόρτωση,ελάφρυνση,απελευθερώνω,χαλάρωση,αστραπή,Εκφόρτωση

burdener => βαρύς, burdened => επιβαρημένος, burden of proof => Βάρος απόδειξης, burden => Βάρος, burdelais => Μπορντό,