Greek Meaning of cluttering

τραυλισμός

Other Greek words related to τραυλισμός

Definitions and Meaning of cluttering in English

Webster

cluttering (p. pr. & vb. n.)

of Clutter

FAQs About the word cluttering

τραυλισμός

of Clutter

επιβαρυντικός,απόφραξη,επιβαρυντικός,γέμιση,φόρτωση,Συσκευασία,Υποστύλωση,σέλωμα,στοίβαγμα,ναύλος

εκφόρτωση,Εκφόρτωση,ελάφρυνση,απελευθερώνω,χαλάρωση,αστραπή,ανακούφιση,ανακούφιση,Εκφόρτωση

cluttered => ακατάστατο, clutter up => ακαταστασία, clutter => ακαταστασία, clutching => συμπιέζοντας, clutches => συμπλέκτης,