FAQs About the word clutter up

ακαταστασία

fill a space in a disorderly way

απόφραξη,κοντά,φράγμα,εμποδίζω,σταματάω,μπλοκ,βύσμα

σαφής,ευκολία,διευκολύνω,δωρεάν,χαλαρώνω,ανοιχτό,ξεμπλοκάρω,λείο,ξεβιδώνω,αποφράσσω

clutter => ακαταστασία, clutching => συμπιέζοντας, clutches => συμπλέκτης, clutched => σφιγμένος, clutch pedal => Πεντάλ συμπλέκτη,