Greek Meaning of unchoke
αποφράσσω
Other Greek words related to αποφράσσω
Nearest Words of unchoke
Definitions and Meaning of unchoke in English
unchoke
to clear of obstruction
FAQs About the word unchoke
αποφράσσω
to clear of obstruction
ευκολία,διευκολύνω,χαλαρώνω,ανοιχτό,λείο,ξεβιδώνω,δωρεάν,ξεμπλοκάρω,ξεβουλώνω,σταματάω
μπλοκ,κοντά,φράγμα,σταματάω,απόφραξη,εμποδίζω,βύσμα
unchildlike => ανώριμος, unchic => Αχιούμον, unchasteness => ασελγεία, uncharitably => αναπόδεικτα, uncharitableness => ασπλαχνία,