FAQs About the word unchoke

αποφράσσω

to clear of obstruction

ευκολία,διευκολύνω,χαλαρώνω,ανοιχτό,λείο,ξεβιδώνω,δωρεάν,ξεμπλοκάρω,ξεβουλώνω,σταματάω

μπλοκ,κοντά,φράγμα,σταματάω,απόφραξη,εμποδίζω,βύσμα

unchildlike => ανώριμος, unchic => Αχιούμον, unchasteness => ασελγεία, uncharitably => αναπόδεικτα, uncharitableness => ασπλαχνία,