Greek Meaning of clutches

συμπλέκτης

Other Greek words related to συμπλέκτης

Definitions and Meaning of clutches in English

Wordnet

clutches (n)

the act of grasping

FAQs About the word clutches

συμπλέκτης

the act of grasping

πίνακες,συναρμολογήσεις,παρτίδες,μπαταρίες,ματσάκια,συστάδες,ομάδες,συλλογές,Αστερισμοί,Ομαδοποιήσεις

Οντότητες,στοιχεία,μονάδες,Ελεύθεροι και ελεύθερες

clutched => σφιγμένος, clutch pedal => Πεντάλ συμπλέκτη, clutch bag => Τσαντάκι, clutch => συμπλέκτης, clustery => βότρυῶδες,