Greek Meaning of clots
θρόμβοι
Other Greek words related to θρόμβοι
- πίνακες
- συναρμολογήσεις
- παρτίδες
- ματσάκια
- συστάδες
- ομάδες
- συλλογές
- Αστερισμοί
- Ομαδοποιήσεις
- ομάδες
- πολλά
- συσσωρεύσεις
- συναθροίσεις
- Συναθροίσεις
- συγκροτήματα
- τράπεζες
- μπαταρίες
- τετράγωνα
- συμπλέκτης
- κόμποι
- μίγματα
- πακέτα
- δέματα
- σειρά
- σύνολα
- σουίτες
- ποικιλίες
- συγκεντρώσεις
- αδρανή
- συσσωματώματα
- κύκλοι
- ομάδες
- ακαταστασία
- συλλογές
- συσσωρεύσεις
- ψιλοπράγματα
- πολλοί
- τρέχει
- κοστούμια
- διάφορα
- Όλα τα καλά
Nearest Words of clots
- closures => κλεισίματα
- closings => κλεισίματα¶
- closing ranks => Κλείσιμο βαθμών
- closing out => κλείσιμο
- closing one's eyes to => Κλείνοντας τα μάτια τους σε
- closing one's doors to => κλείνοντας τις πόρτες του σε
- closing in (on) => Πλησιάζω (σε)
- closing in => κλείνοντας
- closing (off) => κλείσιμο (απενεργοποίηση)
- closing (down) => κλείσιμο (κλείσιμο)
Definitions and Meaning of clots in English
clots
a coagulated mass produced by clotting of blood, to fill with clots, clog, a roundish viscous lump formed by coagulation of a portion of liquid or by melting, to undergo a sequence of complex chemical and physical reactions that results in conversion of fluid blood into a coagulated mass, blockhead, to undergo a sequence of complex chemical and physical reactions that results in conversion of fluid blood into a coagulum and that involves shedding of blood, release of thromboplastin from blood platelets and injured tissues, inactivation of heparin by thromboplastin permitting calcium ions of the plasma to convert prothrombin to thrombin, interaction of thrombin with fibrinogen to form an insoluble fibrin network in which blood cells and plasma are trapped, and contraction of the network to squeeze out excess fluid, to become or cause to become a clot, to cause to form into or as if into a clot, a portion of a substance adhering together in a thick nondescript mass (as of clay or gum), to become a clot, cluster, group, a mass or lump made by a liquid (as blood) that thickens and sticks together
FAQs About the word clots
θρόμβοι
a coagulated mass produced by clotting of blood, to fill with clots, clog, a roundish viscous lump formed by coagulation of a portion of liquid or by melting, t
πίνακες,συναρμολογήσεις,παρτίδες,ματσάκια,συστάδες,ομάδες,συλλογές,Αστερισμοί,Ομαδοποιήσεις,ομάδες
Οντότητες,στοιχεία,μονάδες,Ελεύθεροι και ελεύθερες
closures => κλεισίματα, closings => κλεισίματα¶, closing ranks => Κλείσιμο βαθμών, closing out => κλείσιμο, closing one's eyes to => Κλείνοντας τα μάτια τους σε,