Greek Meaning of banks

τράπεζες

Other Greek words related to τράπεζες

Definitions and Meaning of banks in English

Wordnet

banks (n)

English botanist who accompanied Captain Cook on his first voyage to the Pacific Ocean (1743-1820)

FAQs About the word banks

τράπεζες

English botanist who accompanied Captain Cook on his first voyage to the Pacific Ocean (1743-1820)

πίνακες,παρτίδες,μπαταρίες,ματσάκια,ομάδες,συλλογές,Αστερισμοί,ομάδες,πολλά,συναρμολογήσεις

Οντότητες,στοιχεία,μονάδες,Ελεύθεροι και ελεύθερες

bankrupting => χρεωκοπία, bankrupted => χρεοκοπημένος, bankruptcy => πτώχευση, bankruptcies => πτωχεύσεις, bankrupt => Χρεωκοπία,