Greek Meaning of conglomerations

συσσωματώματα

Other Greek words related to συσσωματώματα

Definitions and Meaning of conglomerations in English

conglomerations

the act of conglomerating, something conglomerated

FAQs About the word conglomerations

συσσωματώματα

the act of conglomerating, something conglomerated

συσσωρεύσεις,αδρανή,συναθροίσεις,τράπεζες,ομάδες,Ομαδοποιήσεις,ομάδες,συγκεντρώσεις,πίνακες,συναρμολογήσεις

Οντότητες,στοιχεία,μονάδες,Ελεύθεροι και ελεύθερες

conglomerating => συγκολλητικός, conglomerates => συσσωματώματα, conglomerated => συγκολλημένος, congesting => συμφόρηση, congenitally => εκ γενετής,