Greek Meaning of congregated
συγκεντρωμένοι
Other Greek words related to συγκεντρωμένοι
- Συγκεντρώθηκε
- συναρμολογημένο
- συλλεγέν
- συλλεγμένοι
- ομαδοποιημένα
- περιφραγμένος
- συσσωρευμένος
- ομαδοποιημένο
- συνδυασμένος
- συμπυκνωμένος
- συγκέντρωσε
- Συνωστισμένος
- προσχώρησε
- ομαδοποιημένος
- συσκευασμένο
- στοιβάζω
- ενωμένος
- (αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))
- αστεροσκοπείο
- συναντήθηκαν
- στρογγυλοποιήθηκε
- διατεταγμένος
- κουλουριασμένος
- Λωρίδων
- οργανωμένο σε ταξιαρχίες
- δεμένο σε δέσμη
- συνδεδεμένος
- ανθισμένα
- σωρός
- ποίμνιο
- αποθηκευμένο
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- συγκεντρώθηκε
- οργανωμένος
- πιεσμένο
- ανυψωμένο
- συγκεντρωμένοι
- στοιβαγμένο
- συνωστισμένος
- αρχειοθετημένο
- ομαδοποιημένων
- συγκολλημένος
- συνταγμένος
- παραλαβή
- συγκεντρωμένος
- ανασυντάχθηκαν
- σμήνευαν
- συστηματοποιημένο
Nearest Words of congregated
Definitions and Meaning of congregated in English
congregated
to come together into a group, crowd, or assembly, to come together into a group or crowd, to collect into a group or crowd, providing or being group services or facilities designed especially for elderly persons requiring supportive services
FAQs About the word congregated
συγκεντρωμένοι
to come together into a group, crowd, or assembly, to come together into a group or crowd, to collect into a group or crowd, providing or being group services o
Συγκεντρώθηκε,συναρμολογημένο,συλλεγέν,συλλεγμένοι,ομαδοποιημένα,περιφραγμένος,συσσωρευμένος,ομαδοποιημένο,συνδυασμένος,συμπυκνωμένος
διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,διασκορπισμένο,διαχωρισμένος,απολυμένος,διαλυμένος,διαλυμένος,απεσταλμένο,αποκομμένος,χωρίζω
congratulating => συγχαίροντας, congratulates => συγχαίρει, congratulated => συνεχάρη, conglomerative => συγκολλητικός, conglomerations => συσσωματώματα,